- επανέρχομαι
- επανήρθα1. έρχομαι πάλι (πίσω) στον τόπο απ' όπου αναχώρησα, επιστρέφω, γυρίζω, ξαναγυρίζω: Επανήρθαμε από την εξοχή.2. έρχομαι πάλι κάπου, ξανάρχομαι: Επανέρχονται οι πόνοι.3. μτφ., αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη κατάσταση ή θέση μου: Θα επανέρθουν οι απότακτοι.4. επανεξετάζω, ξανασυζητώ κάτι (ή επανεξετάζομαι, ξανασυζητιέμαι): Θα επανέρθει στο θέμα πιο κατατοπισμένος αύριο. – Το θέμα θα επανέρθει σύντομα στη Βουλή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.